αδυνάμωτος — η, ο [δυναμώνω] (για πρόσωπα) 1. αυτός που δεν έχει δυναμώσει, δεν έχει αναλάβει ακόμη από κάποια ασθένεια 2. (για καρπούς) ο μη μεστωμένος, ο ανώριμος … Dictionary of Greek
νεοποιός — νεοποιός, ὁ (Α) αυτός που καλλιεργεί για πρώτη φορά αγροτική έκταση η οποία έχει μείνει για ορισμένο χρονικό διάστημα ακαλλιέργητη, προκειμένου να δυναμώσει η γη και να προετοιμαστεί για νέα σπορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ποιός*] … Dictionary of Greek
ξεθρακίζω — και ξεθρακιάζω και ξεθρακουνιάζω ανακατεύω τα κάρβουνα για να έλθουν στην επιφάνεια εκείνα που βρίσκονται στη στάχτη για να δυναμώσει η φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + θράκα] … Dictionary of Greek
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
σκάλεθρο — το / σκάλεθρον, ΝΑ, και σκάλευθρον Α εργαλείο με το οποίο ανασκαλεύονται τα αναμμένα κάρβουνα για να δυναμώσει η φωτιά νεοελλ. μτφ. αυτός που αναμιγνύεται σε υποθέσεις που δεν τόν αφορούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαλεύω + επίθημα θρον (πρβλ. έλκη θρον)] … Dictionary of Greek
σκαλίζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ασκαλίζω Α σκάβω νεοελλ. 1. σκάβω επιφανειακά το έδαφος, χτυπώ και αναστρέφω με ειδικό εργαλείο, τη σκαπάνη, την επιφάνεια καλλιεργημένου εδάφους 2. ανακινώ το χώμα («σκαλίζοντας η κότα βγάζει τα μάτια της» λέγεται για εκείνους… … Dictionary of Greek
σπάλαθρον — και σπάλαυθρον και σπαύλαθρον, τὸ, Α εργαλείο με το οποίο ανασκάλευαν τη φωτιά για να δυναμώσει, αλλ. σκάλεθρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. Στην Μυκηναϊκή απαντά ο τ. qaratoro. To χειλοϋπερωικό q τού qaratoro και το χειλικό π τού … Dictionary of Greek
συμπαίνω — Ν ανακινώ τα αναμμένα δαυλιά για να δυναμώσει η φωτιά, συνδαυλίζω, συμπάω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μπαίνω] … Dictionary of Greek
συνδαυλίζω — και συδαυλίζω και συνταυλίζω Ν 1. ανασκαλεύω, ανακατεύω τη φωτιά για να δυναμώσει, συμπώ 2. μτφ. (για ψυχικά πάθη) ανακινώ, αναμοχλεύω, παροξύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δαυλίζω «βάζω ξύλα στη φωτιά, ανασκαλεύω τη φωτιά»] … Dictionary of Greek
συνδαυλιστής — ο, Ν [συνδαυλίζω] 1. αυτός που ανασκαλεύει τη φωτιά για να δυναμώσει 2. μτφ. αυτός που αναμοχλεύει παλιά ή και ξεχασμένα πάθη … Dictionary of Greek